- ερώ
- (I)(AM ἐρῶ, -άω, Α ιων. τ. ἐρέω)μσν.- νεοελλ.(συν. το μέσ.) ἐρῶμαι1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην»)2. (το αρσ. και θηλ. τής μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένοςο αγαπητικός, ο εραστήςβ) η ερωμένη(για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες σχέσεις) η αγαπητικιάμσν.(και το μέσ.) ερώμαιεπιθυμώ («ἐν τῷ Εὐφράτη ποταμῷ ἠράσθη κατοικῆσαι», Διγεν. Ακρ. || αρχ.-μσν. (για πράγματα) επιθυμώ, λαχταρώ κάτι («μεγάλης οὐκ ἐρῶ τυραννίδος», Αρχίλ.)αρχ.1. αγαπώ θερμά (άσχετα από τον έρωτα μεταξύ τών δύο φύλων) αφοσιώνομαι («δι’ ἀρετὴν φιλεῑσθαι μὲν ὑπo τῶν πολλῶν, ἐρᾱσθαι δὲ ὑπὸ τῶν φίλων», Πλούτ.)2. είμαι ερωτευμένος με κάποιον (για σφοδρό έρωτα μεταξύ δύο φύλων) («οὐκ ἐρᾱ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρός», Ξεν.)3. (με απαρμφ.) επιθυμώ να κάνω κάτι («θανεῑν ἐρᾱ», Σοφ.).4. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐρῶνο εραστής5. (το αρσ. παθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἐρωμένοςαυτός με τον οποίο έχει κάποιος ερωτικές σχέσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. έραμαι].————————(II)ἐρῶ, -άω (Α)1. χύνω έξω2. κάνω εμετό.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εξερώ].————————(III)ἐρῶ, -έω (ΑΜΑ και ιων. και επικ. τ. ἐρέω)χρησιμοποιείται ως μέλλων τών ρημάτων αγορεύω, λέγω, φημί.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είρω (II)].
Dictionary of Greek. 2013.